«Αν είχα τ' ουρανού την πλουμιστή τη φορεσιά
την υφασμένη από χρυσό κι απ' ασημένιο φως
Τη γαλανή, τη μελιχρή, τη μαυροκεντημένη φορεσιά
Από νύχτα κι από μέρα κι από αποσπερίσιο φως
Τη φορεσιά μου θα άπλωνα κάτω από τα πόδια σου
Μα εγώ που είμαι φτωχός έχω μόνο τα όνειρά μου
Τα όνειρά μου άπλωσα κάτω από τα πόδια σου.
Πάτα ελαφρά γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου».
την υφασμένη από χρυσό κι απ' ασημένιο φως
Τη γαλανή, τη μελιχρή, τη μαυροκεντημένη φορεσιά
Από νύχτα κι από μέρα κι από αποσπερίσιο φως
Τη φορεσιά μου θα άπλωνα κάτω από τα πόδια σου
Μα εγώ που είμαι φτωχός έχω μόνο τα όνειρά μου
Τα όνειρά μου άπλωσα κάτω από τα πόδια σου.
Πάτα ελαφρά γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου».
Πρόκειται για ένα υπέροχο ποιήμαένα του Γέιτς. Έγραψε το ποίημα στην αγαπημένη του, Μοντ Γκον, θρηνώντας το γεγονός ότι δε μπορούσε να της δώσει αυτό που πίστευε ότι η ίδια επιθυμούσε. Και είπε: «Έχω κάτι άλλο να σου δώσω, αλλά ίσως δεν το θέλεις»...
ΑπάντησηΔιαγραφή